- πτυχαῖς
- πτυχήlayerfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασφραγίζω — και ιων. και επικ. τ. κατασφρηγίζω (Α) 1. σφραγίζω, εντελώς, κλείνω επιμελώς, διαφυλάσσω («ἐν πτυχαῑς βίβλων κατεσφραγισμένα», Πλούτ.) 2. μτφ. προσδίδω κύρος σε κάτι, επισφραγίζω, επιβεβαιώνω, επικυρώνω 3. καθορίζω επακριβώς κάτι … Dictionary of Greek
πτυχή — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α 1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές τής κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ. γ. «δάκρυσι… … Dictionary of Greek